τόπι

τόπι
το
(λ. τουρκ.)
1. μπάλα: Παίζουμε τόπι;
2. βλήμα πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο: Βάλτε φωτιά στα τόπια, κάψτε τα Γιάννενα (δημ. τραγ.).
3. Ύφασμα τυλιγμένο γύρω από ξύλινο άξονα ή άλλη ύλη: Ένα τόπι ποπλίνα.
4. δεσμίδα πεντακοσίων φύλλων χαρτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τόπι — το, Ν 1. μικρή σφαίρα από δέρμα, λάστιχο, ύφασμα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια («παίξαμε τόπι») 2. δέμα υφάσματος τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου («ένα τόπι τσίτι») 3. βλήμα παλαιού πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο («βάλτε… …   Dictionary of Greek

  • τοπίτης — τοπί̱της , τοπίτης of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατουνοτόπι — το τόπος στρατοπέδευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατούνα + τόπι (ον) (< τόπος), πρβλ. κατα τόπι, χερσο τόπι] …   Dictionary of Greek

  • τοπάκι — το, Ν [τόπι] (υποκορ. τ. τού τόπι) μικρό τόπι …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • αγκαθότοπος — ο και τόπι, το ο αγκαθιώνας* …   Dictionary of Greek

  • αεροτόπι — και αγεροτόπι, το τοποθεσία εκτεθειμένη στους ανέμους, που τήν πιάνουν οι άνεμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + *τόπι < μσν. τόπιον, υποκορ. τού τόπος] …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) …   Dictionary of Greek

  • γιδότοπος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 10 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών. * * * ο και τόπι, το τόπος κατάλληλος για τη βοσκή γιδιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”