τόπι — το, Ν 1. μικρή σφαίρα από δέρμα, λάστιχο, ύφασμα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια («παίξαμε τόπι») 2. δέμα υφάσματος τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου («ένα τόπι τσίτι») 3. βλήμα παλαιού πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο («βάλτε… … Dictionary of Greek
τοπίτης — τοπί̱της , τοπίτης of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουνοτόπι — το τόπος στρατοπέδευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατούνα + τόπι (ον) (< τόπος), πρβλ. κατα τόπι, χερσο τόπι] … Dictionary of Greek
τοπάκι — το, Ν [τόπι] (υποκορ. τ. τού τόπι) μικρό τόπι … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
αγκαθότοπος — ο και τόπι, το ο αγκαθιώνας* … Dictionary of Greek
αεροτόπι — και αγεροτόπι, το τοποθεσία εκτεθειμένη στους ανέμους, που τήν πιάνουν οι άνεμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + *τόπι < μσν. τόπιον, υποκορ. τού τόπος] … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
γιδότοπος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 10 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών. * * * ο και τόπι, το τόπος κατάλληλος για τη βοσκή γιδιών … Dictionary of Greek